υελοπίνακας

υελοπίνακας
ο, Ν
βλ. υαλοπίνακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υαλοπίνακας — και υελοπίνακας, ο, Ν γυάλινη πλάκα που προσαρμόζεται στα πλαίσια πόρτας και στα παράθυρα, το τζάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος / ύελος + πίνακας. Η λ., στον πληθ. ὑαλοπίνακες, μαρτυρείται από το 1885 στον Μ. Βρατσάνο] …   Dictionary of Greek

  • υαλοπίνακας — υαλοπίνακας, ο και υελοπίνακας, ο γυάλινη πλάκα προσαρμοσμένη στα πλαίσια παραθύρου ή πόρτας, τζάμι, γυαλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”